- μονοτύπης
- οτυπογράφος ειδικευμένος στη μονοτυπία.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -τύπης (< τύπτω), πρβλ. φωτο-τύπης, χαλκο-τύπης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μονοτύπης — ο τυπογράφος που είναι ειδικευμένος στη μονοτυπία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek